- κυαμοβόλος
- κυαμοβόλος, -ον (Α)αυτός που ψηφίζει με κύαμο, που ρίχνει κύαμο στην ψηφοδόχο κάλπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο-βόλος, κεραυνο-βόλος. Το σύνθ. έχει ενεργ. σημ. ως παροξύτονο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυαμόβολος — κυαμόβολος, ον (Α) εκλεγμένος με κυαμευτή ψηφοφορία («κυαμόβολος δικαστής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βολος (< βάλλω), πρβλ. ανθό βολος, χιονό βολος. Το σύνθ. έχει παθητ. σημ. ως προπαροξύτονο] … Dictionary of Greek
κυαμόβολον — κυαμόβολος chosen by beans masc/fem acc sg κυαμόβολος chosen by beans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek